- Σεβαστικῶς
- Σεβαστικόςreverentadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεβαστικός — ή, όν, Α [σεβαστός] αυτός που συμπεριφέρεται με σεβασμό, ο ευλαβής. επίρρ... σεβαστικῶς Α 1. με σεβασμό, με ευλάβεια 2. φρ. «σεβαστικῶς ἔχω [ή διάκειμαι]) πρός τινα» αισθάνομαι σεβασμό για κάποιον … Dictionary of Greek